χορολέκτης

χορολέκτης
ὁ, Α
αυτός που επιλέγει τα πρόσωπα για την συγκρότηση τού χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -λέκτης (< λέγω), πρβλ. κοκκο-λέκτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χορολέκτης — conductor of a chorus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορολέκτου — χορολέκτης conductor of a chorus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορολέκτῃ — χορολέκτης conductor of a chorus masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Byzantine dance — History Greek Dance in Antiquity was originally held to have some kind of educational value, as evidenced in Plato s dialogues on this point in The Laws. However, as Greek culture gradually conquered Rome, dancing lost most of its educational… …   Wikipedia

  • κορυφαίος — Ο επικεφαλής του Χορού στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο οποίος κανόνιζε τις μελωδίες και τον ρυθμό των χορικών ασμάτων. Ονομαζόταν επίσης μέσος αριστερού ή τρίτος αριστερού, επειδή τον Χορό αποτελούσαν πέντε πρόσωπα και εκείνος καθόταν στη μέση,… …   Dictionary of Greek

  • χοροποιός — όν, Α 1. αυτός που συγκροτεί τον χορό, χορολέκτης* 2. (στην ποίηση) (με σημ. ουσ.) ηγέτης τού χορού, ο κορυφαίος τού χορού («ὦ θεῶν χοροποί ἄναξ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”